- τρέμοντι
- τρέμωtremblepres part act masc/neut dat sgτρέμωtremblepres ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρέμοντ' — τρέμοντα , τρέμω tremble pres part act neut nom/voc/acc pl τρέμοντα , τρέμω tremble pres part act masc acc sg τρέμοντι , τρέμω tremble pres part act masc/neut dat sg τρέμοντι , τρέμω tremble pres ind act 3rd pl (doric) τρέμοντε , τρέμω tremble… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… … Dictionary of Greek